- λαρισαϊκός
- -ή, -όαυτός που ανήκει στη Λάρισα ή προέρχεται από αυτήν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λαρισαϊκός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λάρισα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λάρισα. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
AEL 1964 — AEL Larissa AEL Larissa Siège … Wikipédia en Français
AEL Larisa — AEL Larissa AEL Larissa Siège … Wikipédia en Français
AEL Larissa — Infobox club sportif AEL Larissa … Wikipédia en Français
λαρισινός — ή, ό [Λάρισα] 1. λαρισαϊκός 2. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Λαρισινός, η Λαρισινή Λαρισαίος … Dictionary of Greek